Μια νέα μελέτη επιχειρεί να αποτυπώσει για πρώτη φορά συνολικά το φάσμα των Κοινωνικών Ανισοτήτων στην Υγεία στην Ελλάδα, ενώ παράλληλα προσπαθεί να καταγράψει τις κοινωνικές ανισότητες στην υγεία και στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιβεβαιώνοντας ότι οι κοινωνικές ανισότητες στην υγεία εντείνονται καθώς επηρεάζονται από παράγοντες όπως το εισόδημα, η εκπαίδευση, οι συνθήκες διαβίωσης, οι συνθήκες εργασίας, η γεωγραφική περιοχή, κ.ά.
Τα συμπεράσματα της μελέτης με θέμα «Κοινωνικές ανισότητες στην υγεία – Κοινωνιολογικές προσεγγίσεις, ερευνητικά ευρήματα και προτάσεις πολιτικής» που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής (ΙΚΠΙ), με την υποστήριξη της βιοφαρμακευτικής εταιρείας MSD Ελλάδος, παρουσίασαν κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου ο Ομότιμος Καθηγητής ΕΚΠΑ και Διευθυντής του Ινστιτούτου, Γιάννης Τούντας, η Ελπίδα Πάβη, Κοσμήτορας της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής και ο Κυριάκος Σουλιώτης, Κοσμήτορας της Σχολής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
Η έρευνα που διεξήχθη σε 16 ευρωπαϊκές χώρες έδειξε ότι τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα έχουν υψηλότερη θνησιμότητα και χειρότερη υγεία.
Στη δυτική Ευρώπη, ο κίνδυνος νόσησης ήταν 1,5-2,5 φορές μεγαλύτερος στα χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, ακόμα και σε χώρες με ισχυρή κοινωνική πολιτική, όπως οι Σκανδιναβικές.
Η έρευνα που διεξήχθη σε 16 ευρωπαϊκές χώρες έδειξε ότι τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα έχουν υψηλότερη θνησιμότητα και χειρότερη υγεία
Οι Κοινωνικές Ανισότητες στην Υγεία στην Ελλάδα
Σύμφωνα με τον κ. Τούντα, η Ελλάδα αντιμετώπισε αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων στην υγείας κατά την οικονομική κρίση του 2010-2018. Τα δημοσιονομικά προγράμματα μείωσαν μισθούς και συντάξεις, αύξησαν την ανεργία και τους φόρους, επηρεάζοντας το βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών.
«Οι περικοπές στην υγεία, η μείωση των δικαιούχων επιδομάτων, οι αυξήσεις στη συμμετοχή των χρηστών στο κόστος και οι θεσμικές παρεμβάσεις της περιόδου είχαν σημαντικές συνέπειες, που μόλις αρχίζουν να αξιολογούνται», συμπλήρωσε.
Το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση για την περίοδο 2013-2017 διέφερε σημαντικά ανάμεσα σε άτομα με τριτοβάθμια εκπαίδευση και άτομα με χαμηλότερη εκπαίδευση. Η διαφορά κυμάνθηκε από 1,1 χρόνια το 2014 έως 2,3 χρόνια το 2017, με μέγιστη διαφορά 4,2 ετών το 2013 λόγω της οικονομικής κρίσης που επηρέασε κυρίως τα χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα.
Η καλή υγεία αυξάνεται όσο αυξάνεται το εισόδημα
Το 2021, μεγαλύτερα ποσοστά ατόμων από ανώτερες κοινωνικές τάξεις αξιολόγησαν την υγεία τους ως «εξαιρετική» ή «πολύ καλή» σε σύγκριση με τις κατώτερες τάξεις. Η καλή υγεία αυξάνεται όσο αυξάνεται το εισόδημα, με το 94% των ατόμων που κερδίζουν πάνω από 3.000 € μηνιαίως να δηλώνουν «καλή» ή «πολύ καλή» υγεία.
Οι διαφορές στην ύπαρξη χρόνιων ασθενειών ήταν μεγαλύτερες μεταξύ ατόμων με χαμηλότερη εκπαίδευση το 2013-2022, με τα ποσοστά να είναι τριπλάσια σε σχέση με όσους έχουν τριτοβάθμια εκπαίδευση. Τα ποσοστά αυξήθηκαν το 2020-2021 λόγω της πανδημίας.
Το 2021, οι ανώτερες τάξεις εμφάνιζαν χαμηλότερα ποσοστά χρόνιων νοσημάτων, εκτός από άσθμα, καρδιακή ανεπάρκεια και εγκεφαλικά επεισόδια.
Η μεγαλύτερη διαφορά καταγράφηκε στην κατάθλιψη, με 2% στις ανώτερες τάξεις και 12% στις κατώτερες.
Το 94% των ατόμων που κερδίζουν πάνω από 3.000 € μηνιαίως να δηλώνουν «καλή» ή «πολύ καλή» υγεία
Η ανισότητα στις προληπτικές εξετάσεις επηρεάζεται περισσότερο από το μορφωτικό επίπεδο
Σημαντικές ανισότητες εμφανίζονται και σε ό,τι αφορά τις υπηρεσίες υγείας και δη στις προληπτικές εξετάσεις, σύμφωνα με όσα ανέφερε ο Κυριάκος Σουλιώτης. Άτομα από ανώτερες κοινωνικές τάξεις τις πραγματοποιούν σε μεγαλύτερο ποσοστό, με τις διαφορές πιο έντονες στην πρόληψη καρκίνου.
Στα χαμηλά εισοδήματα, το 91,9% δεν έχει κάνει κολονοσκόπηση, ενώ στα υψηλά το ποσοστό είναι 77,5%. Οι γυναίκες με υψηλότερα εισοδήματα αναφέρουν εξέταση μαστού σε ποσοστό 86%, ενώ στις χαμηλότερες τάξεις 46%. Επίσης, το 85% των γυναικών με υψηλότερη εκπαίδευση έχουν κάνει εξέταση τραχηλικού επιχρίσματος (τεστ Παπανικολάου), έναντι 39% στις λιγότερο μορφωμένες.
Χαμηλότερο ποσοστό κατάθλιψης (2%) καταγράφεται στις ανώτερες τάξεις από ότι στις κατώτερες (12%)
Οι χαμηλότερες κοινωνικοοικονομικές τάξεις στην Ελλάδα καταγράφουν χειρότερη υγεία, μεγαλύτερη θνησιμότητα και νοσηρότητα, κυρίως στα χρόνια νοσήματα, και πιο ανθυγιεινές συμπεριφορές, ενώ αντιμετωπίζουν μεγαλύτερη δυσκολία πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας, στις προληπτικές εξετάσεις και στο φάρμακο.
Οι γυναίκες με υψηλότερα εισοδήματα αναφέρουν εξέταση μαστού σε ποσοστό 86%, ενώ στις χαμηλότερες τάξεις 46%. Επίσης, το 85% των γυναικών με υψηλότερη εκπαίδευση έχουν κάνει εξέταση τραχηλικού επιχρίσματος (τεστ Παπανικολάου), έναντι 39% στις λιγότερο μορφωμένες.
Σταματούν ή μειώνουν τη φαρμακευτική αγωγή οι οικονομικά αδύναμοι
Αναφορικά με τις δαπάνες υγείας, η Ελπίδα Πάβη ανέφερε πως το ποσοστό ατόμων με οικονομικές δυσκολίες που σταμάτησαν ή μείωσαν τη φαρμακευτική αγωγή χωρίς ιατρική συμβουλή ήταν σημαντικά υψηλότερο από εκείνους χωρίς οικονομικά προβλήματα, με το κόστος να είναι η κύρια αιτία. Η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο χάσμα στις ανικανοποίητες ανάγκες υγείας μεταξύ υψηλού και χαμηλού εισοδήματος στον (Oργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας Ανάπτυξης) ΟΟΣΑ.
Το 18,1% των χαμηλόμισθων ανέφερε μη καλυπτόμενες ανάγκες υγειονομικής περίθαλψης, έναντι 0,9% των υψηλόμισθων. Οι ιδιωτικές πληρωμές υγείας στην Ελλάδα είναι οι υψηλότερες στην ΕΕ (35,2%), αυξάνοντας τον κίνδυνο καταστροφικών δαπανών, ειδικά για τους φτωχότερους. Το ποσοστό των νοικοκυριών που αντιμετωπίζει καταστροφικές δαπάνες υγείας αυξήθηκε από 7% σε 8,9% μεταξύ 2010-2019.
Το ποσοστό ατόμων με οικονομικές δυσκολίες που σταμάτησαν ή μείωσαν τη φαρμακευτική αγωγή χωρίς ιατρική συμβουλή είναι σημαντικά υψηλότερο από εκείνους χωρίς οικονομικά προβλήματα, με το κόστος να είναι η κύρια αιτία.
Τέλος, το 2013, το 25% των χρόνιων ασθενών στην Ελλάδα αντιμετώπισε γεωγραφικά εμπόδια, το 63,5% οικονομικά, και το 58,5% εμπόδια λόγω λιστών αναμονής. Άνεργοι, χαμηλόμισθοι και λιγότερο μορφωμένοι είχαν περισσότερα οικονομικά εμπόδια, ενώ γυναίκες και ασθενείς με χαμηλό εισόδημα ή κακή υγεία αντιμετώπιζαν γεωγραφικά εμπόδια.
Οι άνεργοι και χαμηλόμισθοι είχαν περισσότερες πιθανότητες να συναντήσουν λίστες αναμονής. Το χάσμα πρόσβασης σε περίθαλψη μεταξύ πλουσίων και φτωχών δεκαπλασιάστηκε από το 2008 ως το 2013, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat.
Το χάσμα πρόσβασης σε περίθαλψη μεταξύ πλουσίων και φτωχών δεκαπλασιάστηκε από το 2008 ως το 2013, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat.
Τι προτείνει η μελέτη
Η μελέτη προτείνει τη δημιουργία κυβερνητικής επιτροπής και Παρατηρητηρίου για την παρακολούθηση και μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων στην υγεία, καθώς και επίσπευση των αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών στο ΕΣΥ, στον τομέα της Δημόσιας Υγείας.
Πιο συγκεκριμένα σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της μελέτης, η Καθηγήτρια Δημόσιας Υγείας και Κοσμήτορας της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, Ελπίδα Πάβη σημείωσε ότι «Οι κοινωνικές ανισότητες στην υγεία αποτελούν μείζον θέμα Δημόσιας Υγείας. Και αυτό γιατί οι ανισότητες καταγράφονται διαχρονικά, είναι συστηματικές, έχουν κατά κανόνα κοινωνική αιτιολογία και μπορούν να χαρακτηριστούν ως άδικες με βάση το τρέχον αξιακό μας σύστημα σε θέματα υγείας, δεδομένου ότι μπορούν να προληφθούν σε σημαντικό βαθμό. Σε μια σύγχρονη πολιτική υγείας, ο στόχος της μείωσης των ανισοτήτων στην υγεία δεν μπορεί πλέον να παραμένει απλώς σε επίπεδο ρητορικής.
Απαιτούνται διατομεακές πολιτικές και παρεμβάσεις με ειδικό στόχο τη μείωση των ανισοτήτων, και βεβαίως αξιολόγηση της επίτευξης του στόχου αυτού σε μεσο-μακροπρόθεσμο επίπεδο. Η βελτίωση της ισότητας στο επίπεδο της υγείας, στις συμπεριφορές υγείας, στην πρόσβαση και χρήση υπηρεσιών υγείας και στο κόστος που βαρύνει τα νοικοκυριά μπορεί να επιτευχθεί με δομικές παρεμβάσεις που ενισχύουν πρωτίστως τις Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας και Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, αυξάνουν την αποδοτικότητα της νοσοκομειακής και φαρμακευτικής περίθαλψης, και τελούν σε συνοχή με άλλους τομείς πολιτικής που έχουν αντίκτυπο στην υγεία, όπως η οικονομία, η εργασία, η κοινωνική προστασία και πρόνοια, αλλά και το περιβάλλον, η παιδεία, κ.α.».
Με τη σειρά του, ο Καθηγητής Πολιτικής Υγείας και Κοσμήτορας της Σχολής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Κυριάκος Σουλιώτης ανέφερε ότι «το εισόδημα, το εκπαιδευτικό επίπεδο, η γεωγραφική περιοχή και άλλοι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες σχετίζονται με βασικούς δείκτες πρόσβασης στις φροντίδες υγείας, όπως π.χ. το κόστος χρόνου και χρήματος, η ελευθερία επιλογής και τελικά η ποιότητα των υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται.
Αντίστοιχες ανισότητες διαπιστώνονται και στο σκέλος της χρηματοδότησης, με το φαινόμενο να εμφανίζεται με μεγαλύτερη ένταση σε χώρες με υψηλή ιδιωτική δαπάνη, όπως η Ελλάδα. Η διερεύνηση των ανισοτήτων αυτών που παρουσιάζεται στη συγκεκριμένη έκδοση ευελπιστούμε ότι θα κινητοποιήσει μηχανισμούς παρέμβασης και θα οδηγήσει στην ανάληψη διατομεακών πρωτοβουλιών, προσανατολισμένων τόσο στο σύστημα υγείας όσο και στους παράγοντες που ενοχοποιούνται για τις ανισότητες στην πρόσβαση σε αυτό».
Τέλος, ο Αντώνης Καρόκης, Διευθυντής External Affairs Director της ΜSD Ελλάδος απευθύνοντας σύντομο χαιρετισμό κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου ανέφερε χαρακτηριστικά: «Τα ευρήματα της μελέτης δείχνουν ότι η καταπολέμηση των κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων στην υγεία είναι πρωταρχική αναγκαιότητα στην Ελλάδα και διεθνώς. Στην MSD έχουμε το όραμα να βασιζόμαστε στην επιστήμη για να ανακαλύπτουμε θεραπείες που βελτιώνουν τις ζωές των ανθρώπων και των ζώων.
Στην παρούσα μελέτη υποστηρίξαμε την επιστήμη για να αναδειχθούν τα προβλήματα και να προταθούν λύσεις που θα βελτιώνουν την ποιότητα ζωής όλων μας. Οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες διαβίωσης και οι συμπεριφορές υγείας επηρεάζουν το επίπεδο υγείας του πληθυσμού περισσότερο από τις υπηρεσίες υγείας.
Άρα η μείωση των ανισοτήτων στην υγεία και την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας προάγει την υγεία του πληθυσμού και θεωρούμε κοινωνική μας ευθύνη την υποστήριξη τέτοιων προσπαθειών».