Εδώ και πολλά χρόνια, οι επιστήμονες προσπαθούν να καταλάβουν αν τα αλκοολούχα ποτά μπορούν σε μικρή δοσολογία κάνουν καλό στην καρδιά, αλλά αυτό έχει καταλήξει σε αντιφατικά συμπεράσματα. Με απλά λόγια, δεν υπάρχει απάντηση. Από την άλλη μεριά, είναι ξεκάθαρο ότι η μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ προκαλεί πολλές βλάβες στο σώμα.
Η επιστημονική ίντριγκα γύρω από το αλκοόλ ξεκίνησε στη δεκαετία του 1970, όταν μεγάλες, διεθνείς επιδημιολογικές μελέτες ανέφεραν για πρώτη φορά ότι τα άτομα που πίνουν μικρές ή μέτριες ποσότητες αλκοόλ ζουν περισσότερο από τα άτομα που δεν πίνουν καθόλου αλκοόλ. Αυτό έχει επιβεβαιωθεί πολλές φορές αλλά το γιατί υπάρχει αυτή η στατιστική σχέση παραμένει μέχρι σήμερα άγνωστο.
Δεν σημαίνει ότι ο αλκοόλ, σε μικρές ποσότητες κάνει κατ’ ανάγκη καλό. Μπορεί κάποιοι άνθρωποι που απέχουν από το αλκοόλ επειδή είναι ασθενείς και αυτό να επηρεάζει τα στοιχεία. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, Γάλλοι ερευνητές είχαν αποδώσει τις μειωμένες καρδιακές προσβολές της Γαλλίας, στην κατανάλωση αλκοόλ και ιδιαίτερα στο κόκκινο κρασιού, αλλά ούτε αυτό το “γαλλικό παράδοξο” δεν έχει επιλυθεί.
Το αλκοόλ παράγεται με τη ζύμωση σακχάρων που βρίσκονται στα σταφύλια, το κριθάρι, τις πατάτες και άλλα φυτά. Η επίδρασή του στον οργανισμό ποικίλλει ανάλογα με την ποσότητα που καταναλώνει κάποιος, από το πόση τροφή υπάρχει ήδη στο στομάχι του, από το βάρος του και πόσο ικανός είναι ο οργανισμός του να το αποδομεί. Τι ισχύει όμως με ορισμένα ποτά που παραδοσιακά είχαν αλκοόλ και σήμερα παρασκευάζονται με πολύ χαμηλή ή ακόμη και μηδενική περιεκτικότητα σε αλκοόλ. Είναι υγιεινά;
Έχει λεχθεί ότι τον Μεσαίωνα, οι κάτοικοι των ευρωπαϊκών πόλεις προτιμούσαν την μπίρα περισσότερο από το νερό. Αυτό ίσως δεν είναι τόσο υπερβολικό όσο ακούγεται διότι το αλκοόλ σκοτώνει τα μικρόβια και εκείνη τη εποχή το νερό δεν ήταν πολύ καθαρό -κάτι παρόμοιο συνέβαινε και με τους αρχαίους Έλληνες που έπιναν νερωμένο κρασί γιατί έτσι δεν αρρώσταιναν τόσο συχνά. Στον Μεσαίωνα λοιπόν κυριαρχούσαν οι λεγόμενες «μικρές μπίρες» που είχαν χαμηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ, και συγχρόνως ήταν μια πολύτιμη πηγή ενέργειας και θρεπτικών συστατικών.
Είναι πολύ πιθανό οι nolo μπίρες να προσφέρουν οφέλη στην υγεία αφού δεν έχουν ούτε πολύ αλκοόλ ούτε πολλές θερμίδες.
Μπίρες nolo
Πιο πρόσφατα, υπήρξε αυξημένο ενδιαφέρον για τις μπίρες χαμηλής περιεκτικότητας σε αλκοόλ ή χωρίς αλκοόλ, τις λεγόμενες nolo. Είναι λοιπόν πολύ πιθανό οι nolo μπίρες να προσφέρουν οφέλη στην υγεία αφού δεν έχουν ούτε πολύ αλκοόλ ούτε πολλές θερμίδες.
Η μπίρα παρασκευάζεται από τέσσερα βασικά συστατικά: δημητριακά (κυρίως κριθάρι αλλά μπορεί να είναι και άλλο δημητριακό), λυκίσκο, μαγιά και νερό. Η μέση μπύρα των 300 ml έχει περίπου 140 θερμίδες, 1,7 mg πρωτεΐνη, 14 γραμμάρια αλκοόλ, 13 γραμμάρια υδατανθράκων, ασβέστιο (14 mg), φώσφορο (50 mg), μαγνήσιο (21 mg), νάτριο (14 mg), βιταμίνη Β1 (2 mg) και φολικό οξύ (21 mg). Η ποσότητα των βιταμινών και των μετάλλων που περιέχει προσφέρει το 5-7% των ημερήσιων αναγκών για το μέσο άνθρωπο.
Έχει ενδιαφέρον ότι η μπίρα περιέχει επίσης μια μικρή ποσότητα βιταμίνη Β12 (0,07 μg) λόγω της δράσης της μαγιάς -η σύσταση για την ημερήσια πρόσληψη της Β12 είναι περίπου 2,4 μg, οπότε η μπίρα προσφέρει το 3%. Αλλά έστω και αυτή η μικρή ποσότητα έχει σημασία για όσους είναι βίγκαν διότι η Β12 είναι ανύπαρκτη στα χόρτα. Περιέργως η μπίρα έχει και 34 mg χολίνης που είναι, εν μέρει, βιταμίνη -σύσταση για τη χολίνη είναι 450-550 mg την ημέρα.
Τα αντιοξειδωτικά της μπίρας έχουν ενδιαφέρον και οι nolo μπίρες τα περιέχουν. Οι μπίρες είναι πλούσιες σε πολυφαινόλες λόγω του κριθαριού και του λυκίσκου, που σημαίνει ότι έχουν πάνω από 50 διαφορετικές ενώσεις που θα μπορούσαν να προσφέρουν οφέλη στην υγεία. Η περιεκτικότητα σε αντιοξειδωτικά μιας μπίρας είναι ισοδύναμη με αυτή του κρασιού, αλλά τα συγκεκριμένα αντιοξειδωτικά είναι διαφορετικά επειδή το κριθάρι και ο λυκίσκος που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή της μπύρας έχουν φλαβονοειδή διαφορετικά από εκείνα των σταφυλιών. Οι μπίρες που περιέχουν περισσότερο λυκίσκο, συνήθως έχουν και περισσότερες πολυφαινόλες.
Προβιοτικά
Ορισμένοι πιστεύουν ότι εκτός από τα γιαούρτια και η μπίρα είναι προβιοτική διότι περιέχει τα ζωντανά, ευεργετικά βακτήρια της μαγιάς της. Ένας αριθμός ζυμομυκήτων όπως για παράδειγμα το Saccharomyces boulardii έχει βρεθεί ότι παίζει ρόλο στη διαχείριση των γαστρεντερικών διαταραχών.
Τα τελευταία χρόνια τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη υπάρχει μια στροφή του καταναλωτικού κοινού προς τις Sour Ales ή αλλιώς ξινισμένες μπίρες. Αυτές έχουν φτιαχτεί επίτηδες για να έχουν ξινή ή στυφή γεύση και παραδείγματα είναι οι Βελγικές Lambic, Gueuze και Flanders Red Ale. Για αυτή τη γεύση υπεύθυνοι είναι ορισμένοι μικροοργανισμοί παρόμοιοι με αυτούς που βρίσκονται στα “ζωντανά” γιαούρτια.
Ενώ οι nolo μπίρες αυξάνονται σε δημοτικότητα, ίσως οι παραδοσιακοί οπαδοί της μπίρας να δυσκολευτούν να τις δεχτούν ως «πραγματικές μπίρες». Αλλά με τη βελτίωση των μεθόδων παρασκευής και απομάκρυνσης του αλκοόλ, η γεύση μπορεί να διατηρηθεί και αυτό να κερδίσει ακόμα και τους πιο πιστούς οπαδούς της παραδοσιακής μπίρας.